χωρισιά

χωρισιά
η
1. αποχωρισμός.
2. μοιρασιά.
3. διαζύγιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χωρισία — ἡ, Μ βλ. χωρισιά …   Dictionary of Greek

  • χωρισιά — η / χωρισία, ΝΜ, και διαλ. τ. χωρισά Ν [χωρίζω] χωρισμός, αποχωρισμός νεοελλ. 1. διανομή, μοιρασιά 2. διαζύγιο 3. παροιμ. «αντάμα δεν μονιάζουμε κι η χωρισά κακή ναι» λέγεται για εκείνους που όταν είναι μαζί φιλονικούν και όταν χωρίζουν επιθυμούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”